ΜΕΛΠΩ

ΤΙΤΛΟΙ

Καθώς πέφτουν οι τίτλοι -μόνο γράμματα- ακούγεται η φωνή από το τηλέφωνο:
ΛΑΜΠΗΣ :Θα πάω στο μνημόσυνο το πρωί (παύση) Ναι, θα μείνω εκεί το μεσημέρι. Ε, ευκαιρία να δω και τους δικούς μου…

Τη φωνή διαδέχεται ο χαρακτηριστικός ήχος του τηλεφώνου που καλύπτεται κι αυτός κατόπιν απ’το θόρυβο του τραίνου.

ΣΚΗΝΗ 1
ΕΞΩΤ.-ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ-ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ

Πρωινό ανοιξιάτικο φως. Απ’τη γέφυρα φαίνεται ο λόφος του Φιλοπάππου και η Ακρόπολη. Το τραίνο έρχεται από τη μεριά του Πειραιά και βλέπουμε την οροφή του. Ακούγεται ο θόρυβος του τραίνου.

ΣΚΗΝΗ 2

ΕΣΩΤ.-ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ- ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΠΛΑΝΟ

Ο Λάμπης κάθεται ακουμπισμένος στο παράθυρο και κοιτάζει προς τα έξω. Φοράει τζην παντελόνι, σκούρο σακάκι, άσπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα. Στο χέρι του φοράει ένα λεπτό μαύρο βραχιόλι και δαχτυλίδι.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΛΑΝΑ

Μέσα απ’το τζάμι φαίνονται,διαδοχικά το Γκάζι, η γέφυρα Πουλοπούλου, τρούλοι εκκλησιών, άδειοι δρόμοι, ένας περαστικός που έχει βγάλει το σκύλο του βόλτα, ένας άνθρωπος που πλένει τ’αμάξι του.

ΕΞΩΤ.-ΠΡΟΑΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Άποψη του προαστίου. Πολυκατοικίες. Οι προβολείς ενός γηπέδου.

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Ο Λάμπης προχωράει στο δρόμο. Μπροστά σ’ένα περίπτερο δυο-τρεις ηλικιωμένοι κοιτάζουν τις εφημερίδες και συζητούν. Δεν τους ακούμε, βλέπουμε μόνο τις χειρονομίες τους.

Ο Λάμπης σ’ένα δρόμο που τελειώνει σε μια εκκλησία. Προχωράει και τον βλέπουμε που ανεβαίνει τα σκαλιά.

Βλέπουμε από μακριά την εκκλησία χωρίς τον Λάμπη στο πλάνο. Σε λίγο αρχίζει να βγαίνει ο κόσμος. Κρατούνε το αντίδωρο που το τρώνε με ευλάβεια και σκορπίζουν αριστερά και δεξιά.
[Μουσική: αυτοσχεδιασμός σε απήχημα του α΄ήχου]

ΣΚΗΝΗ 4

ΕΞΩΤ. -ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ-ΠΡΩΙ

Στη θέση του οδηγού ο ΘΟΔΩΡΟΣ. Κρέμεται ένα μικρό κομποσκοίνι πάνω από μια εικόνα του αγίου Χριστοφόρου. Δίπλα του ένας μεσόκοπος χωρικός. Χαρακτηριστική φιγούρα αγρότη.

ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΓΩΝΙΑ

Απότομη στροφή. Φαίνεται ένα εικονοστάσι στην άκρη του δρόμου. Ο χωρικός κάνει βιαστικά το σταυρό του.

ΧΩΡΙΚΟΣ : Επικίνδυνη στροφή αυτή. Πολύ (παύση) Κάποτε είχε γίνει ένα μεγάλο ατύχημα εδώ. Μεγάλη Παρασκευή ήτανε. Τέτοιος καιρός. Και περνάει από δω ο επιτάφιος του χωριού ( δείχνει) Ερχότανε,λοιπόν, ένα αμάξι…Σκοτάδι τώρα, κόσμος στον Επιτάφιο, όλο το χωριό.Αυτός ερχότανε με σβηστά τα φώτα. Αργά πήγαινε. Αλλά ήτανε ζευγαράκι. Και η … άλλη, αυτή πού ‘χε μέσα (κοιτάζει πονηρά) είχε σκύψει ( το ύφος του γίνεται υπαινικτικό,κάνει μια χαρακτηριστική χειρονομία)…του τον επιπίλαγε, κατάλαβες;…Και πάνω στη στροφή. ξαφνιάστηκε φαίνεται κι αυτός -δεν ήτανε από τα μέρη μας, φαντάρος ήτανε νομίζω- έπεσε πάνω στον κόσμο (το ύφος του έχει γίνει σοβαρό και δραματικό). Δεν ξέρω πόσοι σκοτωθήκανε τότε. Είχε γίνει…(κάνει μια χειρονομία και κοιτάζει προς τον δρόμο)…μακελειό.
Μα κι αυτοί! Δε στεκόσαντε σε μιαν άκρη να βγάλουνε τα μάτια τους; Μες στο δρόμο!

Ο Θόδωρος του ρίχνει μια δύσπιστη ματιά.

ΣΚΗΝΗ 6

ΕΞΩΤ. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Τους βλέπουμε από το παρμπρίζ. Κοιτούν κι οι δυο προς το δρόμο. Πλάνο του τοπίου που τελειώνει στη θάλασσα

ΣΚΗΝΗ 7

ΕΞΩΤ. – ΙΣΘΜΟΣ

Το αυτοκίνητο περνάει τον Ισθμό. Πλάνο του Ισθμού.

ΣΚΗΝΗ 8

ΕΞΩΤ.- ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ- Η ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ

Η ΜΕΛΠΩ πλένει τ’αμάξι της.Είναι ντυμένη πρόχειρα. Φοράει κοντή φούστα. Σελίγο, μερικά μέτρα πιο πέρα παρκάρει το αυτοκίνητο του Θόδωρου. Ο Θόδωρος κατεβαίνει και πλησιάζει. Η Μέλπω δεν τον έχει καταλάβει.

ΘΟΔΩΡΟΣ: Καλημέρα, Μέλπω. (Την αγκαλιάζει και τη φιλάει)
ΜΕΛΠΩ : (Ξαφνιασμένη ευχάριστα) Καλώς τονε. Ήρθες καλά;
ΘΟΔΩΡΟΣ: (Την παρατηρεί. Κοιτάζει τ’αμάξι και το νερό. Χαμογελάει και παίρνει ύφος μεταξύ αστείου και σοβαρού)
Με τις πολλές δουλειές η Μάρθα, πάνω στη φούρια της, τον έχασε τον Κύριο. Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο.

ΜΕΛΠΩ:( Την πιάνουν τα γέλια)
Τι λες μωρέ πρωί πρωί. Σε φάγαν οι παπάδες. (μικρή παύση) Τώρα έφτασες;
ΘΟΔΩΡΟΣ:Η μάνα μας μ΄έφαγε.( Σοβαρεύεται. Μιμείται τη μάνα) «Τι τρέχει;Κακό που πάθαμε. Θα φρίξει ο κόσμος». Έλα, ρε μάνα, της λέωτώρα αλλάξανε τα πράγματα. Και να χωρίσουνε οι πρώτοι θά ‘ναι ή οι τελευταίοι;
ΜΕΛΠΩ: (Τον κοιτάζει με ανησυχία)
ΘΟΔΩΡΟΣ : ….Της ήρθε ταμπλάς μόλις είδε το παιδί (Την κοιτάζει καθησυχαστικά)Βρήκα κάτι δικαιολογίες ….της είπα ότι είχατε δουλειές… ότι σε λίγες μέρες θα κατέβαιτε κι εσείς στο χωριό για το Πάσχα…. Τέλος πάντων. Ο Λ¨αμπης λείπει;
ΜΕΛΠΩ :Μπάμπη τον λένε (Ξαναρχίζει να πλένει τ’αμάξι) Πήγε στο μνημόσυνο του πατέρα του.
ΘΟΔΩΡΟΣ:Η μάνα του Λάμπη τον φωνάζει
ΜΕΛΠΩ:(Τον κοιτάζει δληθεν εκνευρισμένη) Πάμε πάνω να σου κα΄νω καφέ.
ΘΟΔΩΡΟΣ:Σωστά. Είναι το μνημόσυνο σήμερεα.Εσύ γιατί δεν πήγες;
ΜΕΛΠΩ:Θα τ’ακούσεις πρωί-πρωί…
Θ. : Ε, ρε μυαλό που κουβαλάτε…. Μ’ένα παιδί στην πλάτη…
Τους βλέπουμε και τους δύο με την πλάτη καθώς πάνε να μπουν στο σπίτι


Αναρτήθηκε στις Uncategorized
Tags: